φυκίδιον

φυκίδιον
φῡκίδιον, τό, Dim. of φυκίς, AP5.184 (Ascl.), PCair.Zen.66.14 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυκίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού φυκίς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης / φυκίς «είδος ψαριού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. στολ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • φυκίδια — φυκίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”